- κακοθέλω
- κακοθέλησα, επιδιώκω το κακό του άλλου: Χαΐρι να μη δει οπού σου κακοθέλει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κακοθέλω — και κακοθελώ (AM κακοθέλω, Μ και κακοθελώ) νεοελλ. μσν. θέλω, εύχομαι το κακό τού άλλου αρχ. πάπ. (μτγν. τ. σχηματισμένος εσφ.) είμαι κακώς, δυσμενώς διατεθειμένος εναντίον κάποιου … Dictionary of Greek
θέλω — (AM θέλω και ἐθέλω) 1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.) 3.… … Dictionary of Greek
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek
κακοθέλησις — κακοθέλησις, ἡ (Μ) [κακοθέλω] κακή θέληση … Dictionary of Greek
κακοθέλητος — κακοθέλητος, ον (Μ) [κακοθέλω] κακοθελητής*, κακόβουλος, αυτός που θέλει το κακό κάποιου … Dictionary of Greek
κακοθελητής — ο (Μ κακοθελητής) [κακοθέλω] αυτός που θέλει, εύχεται ή επιδιώκει το κακό κάποιου, κακεντρεχής, φθονερός, χαιρέκακος … Dictionary of Greek